Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Pause


Ακόμα ένα πρωινό και αυτή η αίσθηση ακόμα τον στοίχειωνε. Τίποτα δεν ένιωθε οικείο. Ένιωθε ξένος στο ίδιο του το σπίτι, παράσιτο στο ίδιο του το κορμί. Τα ματιά του πλανήθηκαν λίγο στο κενό, σαν να ήθελε να δει πέρα από τους υλικούς τοίχους. Έτριψε το πρόσωπό του, προσπαθώντας να συνέλθει, αλλά επειδή έπρεπε να το κάνει και όχι επειδή θα βοηθούσε την κατάσταση. Πήγε μέχρι το παράθυρο, το άνοιξε και κοίταξε έξω. Έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να πείσει τον εαυτό του ότι αυτό το ξένο τοπίο που έβλεπε μπροστά του ήταν η γειτονιά που μεγάλωσε. Και όμως δεν μπορεί, αυτή πρέπει να ήταν. Δεν είχε χρόνο όμως για τέτοιου είδους φιλοσοφικές σκέψεις, έπρεπε να επανέλθει στην πραγματικότητα αλλιώς θα αργούσε στη δουλειά. Και αυτό θα είχε χειρότερες συνέπειες από το σουρεαλιστικό πρωινό, το οποίο εκτός από τον άχρωμο ήλιο που έκαιγε άψυχα τα γκρίζα κτίρια, ήταν μουντό και σκυθρωπό, σχεδόν απειλητικό.
    Ετοιμάστηκε όσο λιγότερο άβουλα μπορούσε και ξεκίνησε μοιρολατρικά τη μέρα του. Προκειμένου να είναι στην ώρα του έκοψε δρόμο από τα σοκάκια. Κοντοστάθηκε... Δεν το θυμόταν αυτό το στενάκι και όμως ήταν σίγουρος ότι από εδώ έκοβε δρόμο. Κοιτούσε σαν χαμένος γύρω του και τίποτε από όσα έβλεπε δε του θύμιζαν το παραμικρό. Η σύγχυση στο κεφάλι του διογκώθηκε. Έτσι γύρισε προς την κατεύθυνση που νόμιζε ότι ήταν ο προορισμός του και συνέχισε γεμάτος ερωτηματικά. Σε όλη τη διαδρομή έσπαγε το κεφάλι του να βρει μια λογική εξήγηση για την όλη παράξενη εικόνα και αίσθηση που είχε το σημερινό πρωινό, όταν ξαφνικά τα πόδια του άρχισαν να κινούνται γρηγορότερα από όσο ήθελε! Δεν ήθελε να τρέξει, το σιχαινόταν το τρέξιμο τα πρωινά και όμως να τώρα, τα πόδια του έτρεχαν σαν τρελά και εκείνος δεν είχε κανέναν έλεγχο πάνω τους! Μήπως ονειρευόταν; Μήπως βρισκόταν ακόμα στο κρεββάτι του και έβλεπε ένα από εκείνα τα όνειρα που τρέχεις σαν τρελός και μετά πέφτεις και πέφτεις μέχρι να ξυπνήσεις στο πάτωμα δέσμιος των σεντονιών; Και όμως δεν έμοιαζε με όνειρο. Ούτε μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είδε ένα. Κάποτε τα πόδια του έκοψαν ταχύτητα και σταμάτησε να τρέχει. Με κομμένη την ανάσα ακούμπησε στα γόνατα του για να επανέλθουν οι παλμοί του στο κανονικό. Σηκώθηκε απότομα γεμάτος ντροπή. Τον είχαν δει άραγε να τρέχει σαν τον τρελό χωρίς λόγο; Και όμως δεν υπήρχε κάνεις γύρω του. Ευτυχώς! Απολύτως κανείς. Κυριολεκτικά ήταν ο μοναδικός άνθρωπος σε έναν δρόμο που έδειχνε και ήταν ερημικός. Τα αναπάντητα ερωτήματα συσσωρεύονταν σαν τη σκόνη στα παλιά, παρατημένα έπιπλα και η υπομονή του είχε αρχίσει να εξαντλείται. Που είχαν πάει όλοι; Γιατί ήταν ο ολομόναχος σε ένα δρόμο που σε τέτοια ώρα αιχμής θα έπρεπε να μην μπορεί να περπατήσει από το συνωστισμό; Γιατί τα κτίρια του θύμιζαν ψεύτικες μακέτες; Μια πολύ απλοϊκή εξήγηση ήταν ότι άρχιζε να τρελαίνεται, αλλά τίποτα από όσα ένιωθε και συνέβησαν από την στιγμή που ξύπνησε δεν ήταν τόσο απλοϊκά αρά γιατί να ήταν και αυτό;
     Απεγνωσμένος βάλθηκε να τρέχει στο δρόμο οικειοθελώς αυτή τη φορά, προς τη πλησιέστερη στροφή. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε ξυπνήσει  σε μια πόλη φάντασμα. Τη στιγμή που έστριβε ένας δυνατός σουβλερός πόνος του διαπέρασε το κεφάλι και τον έριξε στα γόνατα. Το πρόσωπο του παραμορφώθηκε σε μια θανατερή γκριμάτσα πόνου και τα χέρια του, το κρατούσαν λες και πάσχιζαν να το στηρίξουν στους ώμους του. Τότε ένιωσε δυο χέρια να τον τραβάνε από τις μασχάλες όρθιο στα πόδια του. Μια περαστική κυρία τον είχε βοηθήσει να σηκωθεί από κάτω ρωτώντας τον αν ήθελε βοήθεια ή να τηλεφωνήσει στο νοσοκομείο. Τη διαβεβαίωσε ότι ήδη ένιωθε καλύτερα και την ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον της. Κοίταξε τριγύρω του και ο δρόμος ήταν γεμάτος κόσμο, κίνηση και ζωή. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλια του. Μήπως τελικά απλά υπερέβαλε;
    Ήθελε επειγόντως κάτι να δροσιστεί, έτσι πήγε στο κοντινότερο περίπτερο. Αγόρασε ένα κουτί χυμό και το ήπιε σαν να ήταν το νέκταρ της αθανασίας όταν έπεσε το μάτι του στο εξώφυλλο ενός περιοδικού. Ένα περιοδικό για υπολογιστές ήταν πρώτο πρώτο στο σταντ με τα περιοδικά, το οποίο δε θα μπορούσε παρά μόνο να του τραβήξει το πιο καχύποπτο βλέμμα. Το εξώφυλλο απεικόνιζε έναν άντρα γονατισμένο στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου κρατώντας το κεφάλι του, έχοντας τον απόλυτο πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Μια γυναικά έτρεχε προς το μέρος του προκειμένου να τον βοηθήσει. Αν δεν είχαν προηγηθεί τα αλλόκοτα πρωινά συναισθήματα και το παρά τη θέληση του αχαλίνωτο τρέξιμο (και σαφώς το περιστατικό με τον αδικαιολόγητο πονοκέφαλο) δε θα του είχε δώσει καμιά σημασία . Αλλά τώρα για κάποιο λόγο οι σκέψεις του πάγωσαν και ένιωσε να ιδρώνει. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά και αγόρασε και το περιοδικό. Ένιωσε ότι έπρεπε τουλάχιστον να μάθει τι ήταν αυτό το παιχνίδι. Γύρισε προς το δρόμο με σκοπό να συνεχίσει για τη δουλειά του. Πήρε μια ανάσα και κοίταξε το δρόμο και τους περαστικούς. Σαν να είχε ώρα να συμβεί κάτι αλλόκοτο, πρόσεξε άλλο ένα. Οι περαστικοί συμπεριφέρονταν παράξενα. Κοιτούσαν ευθεία μπροστά με μάτια καρφωμένα στο απόλυτο κενό, με ξύλινες σχεδόν ρομποτικές κινήσεις που επαναλαμβάνονταν σαν λούπα. Ο περιπτεράς ποτέ δεν έπινε γουλιά από το αναψυκτικό που είχε δίπλα του. Μόνο το έφερνε στα χείλια του και το ακουμπούσε πάλι κάτω γεμάτο. Μια κοπελίτσα απέναντι έτρεχε πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο χοροπηδώντας από την χαρά της με κινήσεις που είχαν απόλυτη μαθηματική ακρίβεια. Ένας κύριος σε ένα διπλανό παγκάκι, ξεφύλλιζε ένα βιβλίο με ολόλευκες σελίδες. Κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε σαν να το διάβαζε με μεγάλη προσοχή και προσήλωση. Ακόμα και ένα σκυλί στο πάρκο γάβγιζε τόσο μηχανικά που καταντούσε εκνευριστικό. Όλοι τους, ένας προς έναν φέρονταν και κινούνταν σαν καλολαδωμένες  μηχανές. Αδυνατούσε να πιστέψει στα μάτια του. Πλησίασε τον κύριο που διάβαζε το κενό βιβλίο στο παγκάκι για τον χαιρετήσει και να τον ρωτήσει ποιο το νόημα αυτής του της πράξης, αλλά το μόνο που κατάφερε να εισπράξει ήταν μια επαναλαμβανόμενη ψυχρή χαιρετούρα, κάθε φορά που τον ρωτούσε. Σαστισμένος όσο ποτέ ξεκίνησε να περπατάει βυθισμένος στις σκέψεις.
    Για ακόμη μια φορά όμως, ο σουβλερός πονοκέφαλος ξαναχτύπησε και τον έριξε στο οδόστρωμα ουρλιάζοντας. Αυτή τη φορά δεν τον βοήθησε κανείς να σηκωθεί. Όταν κατάφερε να ανοίξει τα μάτια του, αντίκρισε ένα θέαμα που έμοιαζε περισσότερο με παραίσθηση. Οι άνθρωποι γύρω του τρεμόπαιζαν στο φως του ήλιου. Σαν να ήταν ολογράμματα κ εξασθενούσε το σήμα εκπομπής από την πηγή μετάδοσης. Όταν  σταματήσαν να τρεμοπαίζουν οι μορφές, είχαν πλέον γίνει απειλητικές, απρόσωπες κ σκούρες. Δεν μπορούσε πλέον να διακρίνει χαρακτηριστικά προσώπου σε κανέναν τους, λες και τους έκρυβε το φως το πιο πυκνό και σκοτεινό σύννεφο. Πλέον ήταν μονό σκοτεινές ζοφερές σιλουέτες οι οποίες κινούνταν κατά πάνω του απειλητικά.
    Όταν συνειδητοποίησε το παγερά απειλητικό κλίμα, σηκώθηκε ενστικτωδώς και έκανε μερικά βήματα πίσω. Συνέβαινε και πάλι. Τα βήματα οπισθοχώρησης δεν τα κανε εκείνος, τουλάχιστον όχι ηθελημένα. Τι στην οργή συνέβαινε; Για ακόμη μια φορά ήταν ένας απλός θεατής των πράξεών του μέσα από τα ίδια του τα μάτια. Κάποιος άλλος, κάποιος τρίτος είχε τον έλεγχο και αυτός απλά υπάκουε. Οι σκοτεινές φιγούρες μείωναν όλο και περισσότερο απόσταση, έτσι εκείνος προς μεγάλη του έκπληξη έτρεξε προς τον κοντινότερο τοίχο, και ξήλωσε μια υδρορροή. Την κράτησε σαν όπλο, με τα δυο του χέρια όπως θα κρατούσε ένα σπαθί. Κοίταξε την άκρη του σωλήνα με τρόμο, συνειδητοποιώντας τι επρόκειτο να συμβεί. Είχε οπλιστεί όπως όπως εναντία σε αυτή την απρόσωπη, επερχόμενη απειλή η οποία στένευε τον κλοιό ολοένα και πιο πολύ ολόγυρα του. Ένιωθε την αγωνιά να κορυφώνεται και τον ιδρώτα να στάζει από το μέτωπό του. Οι φιγούρες τρεμόπαιξαν άλλη μια φορά, βγάζοντας μια συγχρονισμένη στριγγλιά που θύμιζε περισσότερο παράσιτα ραδιοφώνου. Δεν άντεξε να τις περιμένει άλλο και όρμησε εκείνος προς τα πάνω τους. Ο σωλήνας ανεβοκατέβαινε μανιασμένα ξυλοκοπώντας τις αλλοδιάστατες  σκιές χωρίς έλεος. Με σφαλιστά μάτια και ήθελε να στρέψει το βλέμμα αλλού, αλλά δεν ήταν στο χέρι του. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί, ήθελε να κλείσει τα μάτια και να τα ανοίξει όταν όλη αυτή η παραφροσύνη θα είχε τελειώσει, αλλά όταν το έκανε απλά αντίκρισε ένα σωρό από άμορφα πτώματα. 
    Πέταξε το λοστό σε μια λίμνη από αυτό που θύμιζε μαύρο αίμα, και το έβαλε στα πόδια, βήχοντας και κλαίγοντας με λυγμούς σαν να του έβγαινε η ψυχή. Ούρλιαζε, δίχως να το προκαλεί εκεινος.
   Δάκρυα απόγνωσης κυλούσαν στα μάγουλα του αλλά και πάλι δε μπορούσε να τα σκουπίσει. Ο ουρανός είχε πάρει ένα πένθιμο χρώμα και τα σύννεφα έδειχναν να τον ακολουθούν.
    Άλλος ένας πονοκέφαλος ξαναχτύπησε και τον γκρέμισε στο δρόμο σχεδόν λιπόθυμο αυτή τη φορά. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του και όταν το κατάφερε, κατάλαβε ότι είχε και πάλι τον έλεγχο. Κοίταξε γύρω του. Γύρισε πίσω και είδε ένα σωρό από πτώματα στο δρόμο να κείτονται. Περαστικοί περιδιάβαιναν και κοιτούσαν μια τα πτώματα και μια εκείνον, με βλέμμα κενό και απαθές. Κατόπιν επέστρεψαν στις κυκλικές χωρίς νόημα αέναες κινήσεις τους.          Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν πιο φρικαλέο, η άψυχη ζωή των κατοίκων της πόλης, ή η απειλή από κείνες τις ψυχοβόρες σκιές;
Είχε σαστίσει τόσο πολύ που δεν ήξερε τι ήταν πραγματικό τι φανταστικό και τι ψεύτικο. Περίμενε ανά πασά στιγμή το σώμα του να αρχίσει να συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα. 
    Αλλά τι ήταν αυτό που για ώρα ηχούσε στα αυτιά του; Μουσική; Από που ερχόταν όμως και πως και την άκουγε παντού. Την είχε ακούσει όταν βγήκε από το σπίτι του, αλλά δεν είχε δώσει καθόλου σημασία υποθέτοντας ότι ήταν από κάποιο γειτονικό διαμέρσιμα. Ξεκίνησε να βηματίζει χωρίς ιδιαίτερη ζωντάνια και αποφασιστικότητα, με το κεφάλι στραμμένο προς τα πάνω ψάχνοντας για την πηγή αυτής της παράξενης επαναλαμβανόμενης μουσικής. Μάταια όμως, γιατί θα έπαιρνε όρκο ότι η μελωδία ερχόταν από τον αιθέρα.
    Ύστερα θυμήθηκε το περιοδικό και τη μεγάλη ομοιότητα που είχε το εξώφυλλο και η σκηνή του παιχνιδιού με την κατάσταση του. Όντας το μοναδικό στοιχειό, το έβγαλε από την τσέπη και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Είχε εικόνες από  εκείνο το παιχνίδι και όσο περισσότερο διάβαζε τόσο πιο πολύ δε μπορούσε να το πιστέψει. Ξεκίνησε να γελάει από αγανάκτηση. Το άρθρο που παρουσίαζε το παιχνίδι, μιλούσε με τα καλύτερα λογία λέγοντας ότι το παιχνίδι θα συναρπάσει με την αλλόκοσμη ατμόσφαιρά του, τη γεμάτη φρίκη μουσική και το ψυχεδελικό του σενάριο. Την παρουσίαση συνόδευαν εικόνες. Έδειχναν έναν τύπο με ένα σωλήνα στο χέρι να είναι έτοιμος να τα βάλει με κάποιες γκροτέσκες φιγούρες ντυμένες με σκοτάδι, μια στοίβα πτώματα στη μέση του δρόμου, μαύρες κηλίδες αίματος, που αντικατόπτριζαν τα πυκνά σύννεφα του άψυχου ουρανού. Τα φρικαλέα συμπεράσματα των περιπαιχτικών εικόνων δεν άργησαν να έρθουν και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γελάει σαν τρελός στο πουθενά και να περνάει τα χέρια του από τα μαλλιά του ξεφυσώντας και ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του.
     Και πριν προλάβει να βγάλει τα χέρια από τα μαλλιά του, όλα γύρω του πάγωσαν. Η μουσική σταμάτησε και όλα ακινητοποιήθηκαν. Ακίνητοι όλοι, τα πάντα σαν μια ζωντανή φωτογραφία χωρίς σκοπό και νόημα, διακοσμούσαν τους δρόμους της πόλης. Το κοριτσάκι πάγωσε στον αέρα, ο περιπτεράς με το μπουκάλι αναψυκτικό λίγο πριν ακουμπήσει στα χείλια του, ο σκύλος σε μια στάση γαβγίσματος, και ο αναγνώστης στο παγκάκι με το χέρι έτοιμος να γυρίσει σελίδα.
     Δε μπορούσε ούτε τα μάτια του να κουνήσει, ούτε να τα ανοιγοκλείσει, καταδικασμένος να κοιτάζει ένα μόνο σημείο, ένιωσε ότι ο χρόνος είχε απλά σταματήσει να υφίσταται και ότι δεν ήταν στο χέρι του να κάνει απολύτως τίποτα για να ανατρέψει την κατάσταση.. Όλα ήταν σαν μια τεράστια τρισδιάστατη φωτογραφία... Ο χρόνος χάθηκε... Πλήρης ακινησία... Καμιά εξέλιξη...
.................................................PAUSE.................................................

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Ερινύες

Δίκιο έχουν τελικά. Έκλεισε τα μάτια και γεύτηκε το ποτό. Άθλιο. Το ήπιε όμως χωρίς δισταγμό και πέταξε το άδειο μπουκάλι στη θέση του συνοδηγού. Τα λάστιχα στρίγγλισαν στην άσφαλτο και άφησαν κάτω μαύρες γραμμές που μύριζαν πικρά. Δίκιο έχουν τελικά. Όσο ένιωθε το πεντάλ κάτω από το πόδι του να υποχωρεί στην πίεση άλλο τόσο το πατούσε. Άνοιξε τα παράθυρα για να αισθανθεί τον αέρα να του μαστιγώνει το πρόσωπο. Τον πάγωνε. Υπό άλλες συνθήκες θα συνερχόταν τελείως αλλά τώρα απλά βρισκόταν σε μια κατάσταση εκστατικής θλίψης.  Προσπερνούσε αγνώστους περαστικούς, μαγαζιά, βιτρίνες, πλανόδιους, φώτα, φανάρια και λάμψεις που δεν σήμαιναν απολύτως τίποτα. Ένα συνονθύλευμα, από εικόνες και άχρηστες πληροφορίες. Δεν έδινε δεκάρα για τίποτα. Ήθελε να ξεφύγει, αλλά οι σκέψεις  τον ακολουθούσαν για πάντα. Ήταν μέρος του εαυτού του. Μια ζωντανή, φρικαλέα αναπαράσταση υπενθύμισης, του αμαυρωμένου παρελθόντος. Ένα χαιρέκακο ξυπνητήρι στο προσκέφαλο του νεκροκρέβατού του, έτοιμο να τον ξυπνήσει για να του αφαιρέσει κάθε ίχνος ανθρωπιάς. Ότι του είχε απομείνει από την τόσο πια μακρινή αθωότητα. Δίκιο έχουν τελικά. Έκανε μια απεγνωσμένη κίνηση να αδειάσει κάθε σταγόνα αλκοόλ στη γλώσσα του μα μάταια. Δεν τον ένοιαζε τίποτα πλέον ούτε αυτό, μόνο να ξεφύγει. Να κάνει μια καινούργια αρχή. Μακάρι, αλλά αυτά δεν γίνονται στην πραγματική ζωή. Σκούπισε μια σταγόνα από το μάγουλο του. Ξαφνιάστηκε. Έκλαιγε; Γέλασε ειρωνικά. Υπήρχαν ακόμα συναισθήματα τελικά. Ο ήχος της σειρήνας όμως τον ανάγκασε να διακόψει αυτές τις σκέψεις και να συνειδητοποιήσει ότι δύο περιπολικά ήταν πίσω του, δίνοντας του εντολές να σταματήσει στην άκρη. Πάτησε το γκάζι ακόμα πιο δυνατά, προσπαθώντας να δει πέρα, στο δρόμο στη γραμμή του ορίζοντα, ο οποίος έστριβε απότομα, δίνοντας τη θέση του σε μια σειρά από μαύρα κάγκελα που εμπόδιζαν τον κόσμο να πέσει από τον γκρεμό. Πλέον δεν υπήρχαν φώτα γύρω του. Ούτε λάμπες νέον, ούτε τίποτα κοσμοπολίτικο ή ζωντανό. Μόνο ο γκρεμός, οι σκέψεις του, τα σκοτεινά σύννεφα  και αυτός. Τα περιπολικά είχαν σταματήσει να τον κυνηγούν. Μια βουτιά στο κενό έμοιαζε σωτήρια τώρα. Αναγέννηση. Ήθελε όσο τίποτα να σπάσει τα κάγκελα και να παραδοθεί στη βαρύτητα. Λίγα μέτρα τον χώριζαν μόνο. Οι κεραυνοί που εξαπέλυαν τα σύννεφα φάνταζαν με νότες από ένα εξώκοσμο πεντάγραμμο που ανθρώπινο αυτί δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά. Νότες που έσκιζαν τον αιθέρα και διαμέλιζαν ανθρώπινες συνειδήσεις. Έκλεισε τα μάτια του για να απολαύσει την παρανοϊκή, αλλόκοσμη και φάλτσα θρηνωδία των σύννεφων. Τι  χοληστάλακτη μελωδία! Άνοιξε τα μάτια του για να δει τα κάγκελα να υποχωρούν στην ορμή του οχήματος. Κι όμως, ούτε κάγκελα είδε ούτε γκρεμό, παρά έναν πελώριο, θεόρατο άσπρο τοίχο από μαξιλάρια. Και προτού προλάβει έστω και τα μάτια του να ανοιγοκλείσει το αυτοκίνητο έγινε ένα με τον τοίχο, παραμορφώνοντας το σε μία άμορφη μάζα από λαμαρίνες και θρυμματισμένο τζάμι. Ένιωσε όλα του τα κόκκαλα να πιέζονται το ένα πάνω στο άλλο μέχρι που δεν άντεχαν άλλη πίεση , τρίφτηκαν μεταξύ τους και αλληλοκονιορτοποιήθηκαν με έναν ήχο που θα έκανε τους κεραυνούς πιο γλυκούς και από νανούρισμα.
      Δίκιο έχουν τελικά. Άνοιξε τα μάτια του σαστισμένος σαν να είχε ξυπνήσει από το χειρότερο εφιάλτη. Κι όμως, δεν ήταν στο αυτοκίνητο, ούτε στο δρόμο, ούτε συντετριμμένος από αυτοκινητιστικό. Ήταν απλά στο σπίτι του στο τέρμα του λόφου, μπροστά από το μεγάλο γυάλινο τοίχο που διακοσμούσε τη μια πλευρά του πρώτου ορόφου. Στεκόταν εκεί όρθιος ατενίζοντας κάτω από τον λόφο την εθνική και τα φώτα της πολιτείας πέρα από αυτήν. Όπως λαμπύριζαν, έμοιαζαν σαν να αναβόσβηναν, δίνοντας την εντύπωση γιορτινής χριστουγεννιάτικης διακόσμησης. Η βροχή εδώ και λίγα λεπτά είχε αρχίσει να μαστιγώνει το τζάμι θαρρείς πώς ήθελε να παραβιάσει τον ιδιωτικό του χώρο. Οι σταγόνες που κυλούσαν στο κρύο γυαλί παραμόρφωναν την εικόνα κάνοντας τα φώτα να φαίνονται θολές λάμψεις. Συνειδητοποίησε ότι κάτι κρατούσε στο χέρι του και όταν κοίταξε για να καταλάβει ότι ήταν ένα ποτήρι ουίσκι, ένας οξύς, ζεματιστός πόνος τον διαπέρασε από το σβέρκο και απλώθηκε ως κάθε του άκρο. Του ήρθε στο μυαλό το ατύχημα και ο άσπρος τοίχος.
      Τι είχε συμβεί πραγματικά; Ήταν αρκετά μπερδεμένος και όλες αυτές οι εικόνες γύριζαν και εναλλάσσονταν στο μυαλό του. Το κυνηγητό, τα φώτα της πόλης, ο γκρεμός, το άδειο μπουκάλι… και νάτο! Το ίδιο μπουκάλι βρισκόταν άδειο για ακόμα μια φορά πάνω στο γραφείο του. Ασυναίσθητα πήγε μέχρι εκεί, το σήκωσε και το περιεργάστηκε. Ήταν ακόμα ζαλισμένος αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να σπάσει από τον πονοκέφαλο καθώς μπορούσε να νιώσει την κάθε φλέβα να χτυπάει σαν τρελή. Μια πολύ απλή και λογική εξήγηση είναι ότι θα μπορούσε να τα είχε ονειρευτεί όλα αυτά. Ναι θα μπορούσε… Ένιωσε ξαφνικά ένα ρίγος και πήγε μέχρι το τζάκι, που τύλιγε στις φλόγες του μερικά κούτσουρα, για να ζεσταθεί. Δεν ένιωθε όμως καμία ζεστασιά, καμιά θαλπωρή. Τίποτα. Άφησε το ποτήρι στο γραφείο και έφερε τα χέρια του στο στόμα προσπαθώντας να τα ζεστάνει με την ανάσα του, τρίβοντας τα μεταξύ τους και τότε ήταν που άγγιξε την βέρα. Σάστισε. Τι του συνέβαινε; Δεν θυμόταν καν αν ήταν παντρεμένος. Είχε μόνο αυτό τον κόμπο στο λαιμό. Αυτόν τον πνιγηρό κόμπο που προηγείται των ασταμάτητων δακρίων. Είχε κάνει κάτι κακό. Ήταν σίγουρος για αυτό, το ένιωθε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι όμως. Πήγε πάλι μέχρι το γραφείο, τράβηξε την καρέκλα και κάθισε. Στήριξε το κεφάλι με τα χέρια του και προσπάθησε να βυθιστεί σε σκέψεις, να αυτοσυγκεντρωθεί. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι στο δωμάτιο ακούγονταν μουσική. Έπαιζε το ίδιο κομμάτι ξανά και ξανά. Για κάποιο λόγο, οι αργόσυρτες μελωδίες του πιάνου και του βιολοντσέλου ήταν σαν να τον πενθούσαν. Νόμισε για μια στιγμή ότι κάπου μέσα από το κομμάτι άκουσε χαρούμενες παιδικές φωνές. Αλλά, μάλλον, έκανε λάθος. Δεν άντεχε άλλο να κρατάει τον κόμπο στο λαιμό του και άφησε να του ξεφύγουν μερικά δάκρυα. Το πρόσωπό του στιγμιαία παραμορφώθηκε από αβάσταχτη οδύνη καθώς τα δάκρυα χάρασσαν  καθοδική πορεία πάνω του. Και τι δεν θα έδινε να θυμηθεί τι του συνέβαινε. Σκούπισε τα δάκρυα με την παλάμη του και σήκωσε το βλέμμα. Όχι μόνο είχε βιώσει ένα θανατηφόρο ατύχημα σε ένα απίστευτα ζωντανό εφιάλτη, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή βρισκόταν στο γραφείο του προσπαθώντας να θυμηθεί βασικά και αυτονόητα στοιχεία της ζωής του. Ρουθουνίζοντας έριξε μια ματιά τριγύρω προσπαθώντας να σταματήσει τα δάκρια. Αντίκρισε μια κορνίζα στη γωνία του γραφείου του. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Η Φρίκη και ο Τρόμος είχαν καταλάβει τις εκφράσεις του. Στην κορνίζα είδε το πιο αγγελικό πρόσωπο, το πιο γλυκό και το πιο όμορφο. Αυτή ήταν!  Είδε τη γυναίκα του. Μια μελαχρινή κοπέλα με ένα χαμόγελο όλο καλοσύνη. Δεν άντεξε και ξέσπασε σε κλάματα. Τι άδεια και πόσο περιττά έδειχναν όλα τώρα! Έκανε να την αγγίξει, αλλά το μόνο που ένιωσε ήταν το άψυχο παγερό γυαλί της κορνίζας. Και όλα αυτά επειδή δε ζούσε πια. Αστραπιαία πέρασαν εικόνες από το μυαλό του συνοδευόμενες από αφόρητο πονοκέφαλο. Εικόνες από το γάμο τους και την κηδεία της. Μη μπορώντας να αντέξει τις σκέψεις και τις τύψεις κατευθύνθηκε πάλι προς το μεγάλο παράθυρο. Κοιτούσε ασυναίσθητα τα αυτοκίνητα στην εθνική καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να διώξει τη θλίψη από τις σκέψεις του. Και τότε ήταν που την είδε. Εκεί στη σκοτεινή βροχερή νύχτα, μια φιγούρα στεκόταν στον κήπο, λίγο πιο μπροστά από την πύλη με τα λευκά πέτρινα διαβρωμένα λιοντάρια. Ταράχτηκε τόσο πολύ που κόλλησε τα μάτια του στο τζάμι, περιμένοντας μία οποιαδήποτε εξέλιξη. Αλλά η τόσο γνώριμη φιγούρα απλά στεκόταν στον κήπο να μαστιγώνεται ακίνητη από τη βροχή. Μία αστραπή όμως έσπασε το σκοτάδι και φώτισε το πρόσωπο του μυστήριου επισκέπτη. Και ήταν εκείνη. Η γυναίκα του. Η νεκρή γυναίκα του. Έκανε ένα βήμα μπροστά και βγήκε από τις σκιές, σήκωσε το κεφάλι της και εκείνος είδε το πρόσωπο της. Θα έπαιρνε όρκο ότι του χαμογελούσε. Χωρίς να σπαταλήσει ούτε δευτερόλεπτο σε περαιτέρω σκέψεις, πλημμυρισμένος από χαρά, έτρεξε να βγει από το γραφείο. Άνοιξε την πόρτα μα… Πίσω της υπήρχε εκείνος ο γνώριμος, μισητός, λευκός τοίχος από μαξιλάρια. Άψυχος και απροσπέλαστος. Πανικοβλήθηκε, προσπάθησε να τον σπρώξει αλλά τίποτα, έπεσε πάνω του με φόρα μία, δύο, τρεις φορές και πάλι μάταια. Βρισκόταν στα πρόθυρα της  τρέλας, πως ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Με την αδρεναλίνη στα ύψη ξαναπήγε στο παράθυρο. Εκείνη ήταν ακόμα εκεί, αλλά η φιγούρα ήταν τόσο θολή που μετά βίας την έβλεπε. Έκλαιγε από την απελπισία και όρμησε να αρπάξει μια καρέκλα για να σπάσει το τζάμι. Φώναζε το όνομα της, της φώναζε να περιμένει, της φώναζε να τον συγχωρήσει. Άρπαξε την καρέκλα και πήρε φόρα να χτυπήσει το τζάμι αλλά τότε αντίκρισε τον εαυτό του. Τον αντίκρισε στον καθρέφτη, που με κάποιον τελείως αφύσικο τρόπο, βρισκόταν τώρα εκεί που μέχρι πριν μερικά δεύτερα υπήρχε το τζάμι. Παραφρόνησε τελείως. Κοίταξε τον εαυτό του χαμένος κ τρόμαξε από την ίδια του την παρανοϊκή έκφραση. Η μουσική που ακουγόταν στο δωμάτιο όλη αυτή την ώρα, αυτό το ερωτικό αλλά και πένθιμο μουρμουρητό, τώρα έφτανε στα αυτιά του ως ο ύστατος χλευασμός για την αδιέξοδη κατάσταση του. Σε μία κίνηση απελπισίας πέταξε την καρέκλα, με όλο του το μίσος, στο πικ-απ και όλα γύρω του έσβησαν σε μία έκρηξη από φάλτσες νότες και εκτυφλωτικό φως. 
Δίκιο έχουν τελικά. Πλέον όλα γύρω του ήταν μαύρα, σκοτεινά. Νόμιζε ότι είχε τα μάτια του κλειστά αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε πως βρισκόταν πνιγμένος στο απόλυτο σκοτάδι. Που βρισκόταν όμως αυτό το σκοτάδι; Που βρισκόταν τώρα; Μήπως έβλεπε όνειρο μέσα σε όνειρο; Το μόνο σίγουρο είναι ότι ζούσε μια παράνοια, έναν ζωντανό εφιάλτη. Σηκώθηκε με δυσκολία από το πάτωμα και άρχισε να περιπλανιέται στο σκοτάδι σαν τυφλός. Έκανε διστακτικά βήματα, μια προς την μια κατεύθυνση και μια προς την άλλη, αλλά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Προσπάθησε να φωνάξει. Κάπου βαθιά μέσα του, απευχόταν να του απαντήσει η ίδια του η ηχώ. Και όμως, έτσι έγινε. Ψαχούλευε για ώρα στον αέρα, όταν άκουσε από κάπου μακριά, μια γλυκιά μελωδία. Σάστισε! Του φαινόταν γνώριμη. Ήταν σαν εκείνα τα μουσικά κουτιά που ήταν ρυθμισμένα να παίζουν την ίδια μελωδία κάθε φορά που σήκωνες το καπάκι. Ακουγόταν σαν κάτι γλυκό, ήπιο και στενάχωρο, σχεδόν πονεμένο. Προσπάθησε να ακολουθησει τα ίχνη των νοτών της στοιχειωμένης μελωδίας, αλλά είχε την εντύπωση πως άλλαζε συνεχεία το σημείο από όπου ακουγόταν. Ήταν τόσο μπερδεμένος, που νόμιζε ότι είχε παγιδευτεί στο κενό, στο ενδιάμεσο  διαστάσεων. Και όσο η μελωδία συνέχιζε, το πίστευε όλο και πιο πολύ. Πλέον ακουγόταν πιο δυνατά, ίσως να πλησίαζε. Κάπου στο βάθος είδε κάτι να λάμπει. Άρχισε να τρέχει προς τα εκεί σαν να ήταν η μοναδική έξοδος από την παράνοια. Το φως δυνάμωνε όλο και πιο πολύ μέχρι που η πιο σουρεαλιστική εικόνα φάνηκε μπροστά του. Ένα κοριτσάκι καθόταν στο πάτωμα με πλάτη προς εκείνον, παίζοντας με κάτι πολύχρωμα κυβάκια. Το φως που έβλεπε ερχόταν από κάπου ψηλά. Φορούσε άσπρο και ροζ φουστάνι και ασορτί πέδιλα. Δεν μπορεί να ήταν αυτή… Ήταν αδύνατο να ήταν η κόρη του… Είχε παγώσει ακίνητος και ένιωθε την κάθε του τρίχα να σηκώνεται από τον τρόμο αργά και βασανιστικά.
      Δε μιλούσε. Έβγαζε απλά εκείνους τους χαρακτηριστικούς ήχους που βγάζουν τα παιδιά πριν μάθουν να συλλαβίζουν. Η παράταιρη αυτή εικόνα τον είχε τρομοκρατήσει όσο τίποτε άλλο, αλλά ένιωθε πως έπρεπε να την πλησιάσει. Το κοριτσάκι συνέχιζε να παίζει αμέριμνο σιγοψιθυρίζοντας τη μελωδία και κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι της πέρα δώθε. Μόνο όταν είχε φτάσει τελείως από πάνω μπορούσε να δει τι ακριβώς έκανε με τα κυβάκια. Εϊχε σχηματίσει τη λέξη «δολοφόνος». Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και παραπατώντας έπεσε σε κάτι μαλακό. Τότε το κοριτσάκι γύρισε και τον κοίταξε. Του χαμογέλασε. Θα έπαιρνε όρκο ότι την άκουσε να λέει «μπαμπά» όταν άρχισε να τρέχει καταπάνω του. Ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη και για ακόμη μια φορά το εκτυφλωτικό φως τον τύλιξε και τον κατάπιε.
       Δίκιο έχουν τελικά. Συνέχιζε να ουρλιάζει μέχρι που το φως υποχώρησε και πλέον μπορούσε και πλέον μπορούσε να δει καθαρά. Ο άσπρος τοίχος ήταν εκεί. Ο λευκός τοίχος με τα μαξιλάρια βρισκόταν ολόγυρά του, κλείνοντας τον σε ένα κρύο κλειστοφοβικό ψηλοτάβανο δωμάτιο. Σε έναν τοίχο βρισκόταν ένας τεράστιος καθρέφτης. Σηκώθηκε αδέξια και κοιτάχτηκε. Φορούσε έναν μανδύα λευκό, αναγκάζοντας τα χέρια του να δένουν πίσω. Τότε ήταν που άρχισε να “συνειδητοποιεί” την κατάστασή του. Προχωρούσε από άκρη σε άκρη στον καθρέφτη και κοιτούσε μέσα του. Κοιτούσε τον άνθρωπο που έβλεπε πέρα από το τζάμι και προσπαθούσε να τον κάνει να τον δει. Εκνευρίστηκε όμως γιατί ο άνδρας μέσα στον καθρέφτη έκανε ότι και εκείνος. Ήταν πολύ ειρωνικό… Αλλά τουλάχιστον είχε παρέα. Ένα οικείο πρόσωπο του κρατούσε συντροφιά. Και από την άλλη είχε και εκείνη την ευχάριστη μελωδία, λες και έβγαινε από μουσικό κουτί να του χαϊδεύει τα αυτιά… Χαμογελούσε με κλειστά τα μάτια και κουνούσε το κεφάλι του ρυθμικά πέρα – δώθε, πέρα – δώθε…
     Δίκιο έχουν τελικά. Ο ανθρώπινος νους, η ανθρώπινη συνείδηση, είναι παντοδύναμη. Μπορεί κάποιος να αλλάξει ζωή, να προσποιηθεί κάποιον άλλον. Να ζήσει τη ζωή κάποιου άλλου. Μπορεί σε δευτερόλεπτα να βρεθεί όπου θέλει μόνο με μια σκέψη. Αρκεί μόνο να σκεφτεί κάτι και έγινε. Δεν υπολογίζει χώρο ή χρόνο. Αψηφά και υπερβαίνει. Πλάθει καταστάσεις, υλοποιεί, ζει, και αναβιώνει. Ζωντανεύει το πολυπόθητο. Όλα αυτά όμως θα ήταν περιττά, χωρίς τη δυνατότητα να τα κάνει όλα  απτά κ πραγματικά. Κι’ όμως το κάνει. Εκείνο ίσως το μόνο που δεν μπορεί να κάνει είναι να απαλλαγεί από ένοχες, αιματοβαμμένες, σκέψεις.
      Τις τύψεις…

Τα Κομμάτια Μίας Πένας


Έκλαιγε... Καθώς το λιγοστό κερί γιγάντωνε τη σκιά του. Μια σκιά που δε μπορούσε πλέον να σηκώνει. Έκλαιγε... Και τα δάκρυα του νότιζαν το χαρτί. Τι κρίμα που δε μπορούσε να γράψει άλλο. Τι κρίμα που δε είχε άλλο χαρτί. Κρύωνε... Και οι σκουριασμένοι μεντεσέδες στο παράθυρο στρίγκλιζαν χλευάζοντας τον. Κρύωνε και έκλεισε το παράθυρο. Γέλασε κλαίγοντας. Μακάρι να είχε ακόμα τζάμι το παράθυρο. Παρόλα αυτά το έκλεισε γιατί μπορεί να τον ζέσταινε η ιδέα ότι ήταν κλειστό. Γέλασε άλλη μια φορά. Με τις πιο θλιμμένες φάλτσες νότες. Τελικά κάνει ο άνθρωπος τα όνειρα ή τα όνειρα τον άνθρωπο;
Προσπάθησε να στεγνώσει με την ανάσα του το τελευταίο του χαρτί, με την ανέλπιδη προσπάθεια να αφήσει την ψυχή του σε αυτό. Σκίστηκε. Μια νωπή τσαλακωμένη τρύπα είχε πάρει τη θέση των τελευταίων του σκέψεων. Κι όμως συνέχισε να πιέζει με δύναμη την πένα στο παγερό ξύλο. του τραπεζιού. Τουλάχιστον αυτό δε μπορούσε να σκιστεί. Και με τη σκέψη αυτή πίεσε δυνατότερα. Έσπασε. Η πένα έσπασε, και από τη μύτη της χυνόταν μελάνι στο ξύλο, σε αυτά που προσπαθούσε να αποτυπώσει. Έμεινε να κοιτάζει ανέκφραστος την καταστροφή. Οι τελευταίες του σκέψεις είχαν πνιγεί βουβά, σε ένα αδηφάγο, μαύρο και πηχτό χείμαρρο από μελάνι. Ο κόμπος στο λαιμό του πραγματικά του έδινε την αίσθηση ότι δε μπορούσε να πονέσει πιο πολύ. Με τα μάτια μούσκεμα, ορθάνοικτα και ανέκφραστα, πηρέ τα δυο κομμάτια της πένας στα χεριά του. Αυτό ηταν. Την εφερε στο στομα του και με σαλιο προσπαθησε να την κολλησει. Χωρις αποτέλεσμα. Μελάνι μπήκε στο στόμα του, κι όμως η πικρή μεταλλική γεύση του μελανιού τον άφησε απαθή και αδιάφορο. Αυτό ήταν... Έκλαιγε με λυγμούς. Τέρμα πια το γράψιμο για αυτόν. Με μια κίνηση παρόμοια με ετοιμοθάνατου, πέρασε τα χέρια του πάνω από το τραπέζι προσπαθώντας να το σκουπίσει, φωνάζοντας άναρθρα σαν πληγωμένο ζώο. Ίσως το μελάνι να μην είχε στεγνώσει ακόμα. Ίσως. Είχε όμως στεγνώσει. Τόσο λίγο για να βάψει τα χεριά του με αυτό και τόσο πολύ ώστε να βάψει τις σκέψεις του μαύρες. Για πάντα...
Αυτό ήταν...
Πηρέ την πένα με τα δυο του τρεμάμενα χεριά και την κοιτούσε σαν να έχασε τον άνθρωπο του. Την έσφιξε στο στήθος του. Σχεδόν την αγκάλιασε. Τη θρήνησε. Με τις τελευταίες του δυνάμεις και ότι κουράγιο του είχε απομείνει, ανέβηκε στο τραπέζι. Άνοιξε το παράθυρο. Ο κρύος αέρας του στέγνωνε τα δάκρυα όμως εκείνα συνέχισαν να βγαίνουν πεισματικά. Είδε ένα φεγγάρι ανέκφραστο. Ένα φεγγάρι παγωμένο. Διάφορες σκέψεις περνούσαν τώρα από το μυαλό του. Προσπάθησε να θυμηθεί όμορφες στιγμές, γαλήνιες και ξέγνοιαστες. Μάταια όμως. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε μια. Μόνο το κρύο ξύλινο κ νοτισμένο από την υγρασία πάτωμα της σοφίτας. Μόνο το απύθμενο σκοτάδι στο οποίο πνιγόταν κάθε βράδυ το δωμάτιο όταν έσβηνε το κερί… Με τα μάτια κλειστά προσπάθησε να ταξιδέψει σε κόσμους ζεστούς, σε κόσμους όπου η ομορφιά και τα χρώματα επικρατούν της θλίψης και της σκοτεινιάς. Δε μπορούσε όμως να το κάνει χωρίς την πένα του να τον οδηγεί. Χωρίς την πένα του να οδηγεί το μυαλό του σε μαγικούς λαβυρίνθους πέρα από το χαρτί και τη σοφίτα. Δίχως αυτήν ήταν ανήμπορος, νεκρός. Άνοιξε τα μάτια του. Το φεγγάρι ήταν εκεί. Ο μοναδικός μάρτυρας. Μακάρι να μπορούσε να το αγγίξει. Άπλωσε το χέρι. Ένα βήμα στο κενό ήταν πλέον αυτό που τον χώριζε από τον απρόσωπο θάνατο.
Αυτό ήταν....
Ήρθε το τέλος.
Έπεφτε… και κοιτούσε τα γεμάτα μελάνι χέρια του όλος απορία. Κι όμως θα έπαιρνε όρκο ότι ήταν τόσο κοντά για να το φτάσει… Γιατί άλλωστε όλα ήταν τόσο εκθαμβωτικά φωτεινά μια τέτοια νύχτα; Ένιωθε ένα παράξενο συναίσθημα ανακούφισης και γαλήνης. Πολύ σύντομα όλα θα τέλειωναν. Αυτό που τον πλήγωνε όμως πραγματικά ήταν πως δε θα μπορούσε να ξαναγράψει. Πως δε θα είχε πια την πένα του συντροφιά, παρέα στις παγερές νύχτες στη σοφίτα, να του ζεσταίνει τις σκέψεις και να τις ταξιδεύει σε μέρη παρθένα και απάτητα. Έσφιξε στο στήθος του τα κομμάτια της και την έκλαψε ακόμα μια φορά…
Έπεσε…
Περαστικοί μαζεύτηκαν γύρω του. Τι ωραία. Επιτέλους κάποιος του έδωσε σημασία. Τι κρίμα που δεν ήταν εκεί όμως να το δει. Τι κρίμα που δεν ήταν εκεί να ακούσει να τον θρηνούν αδιάφορα οι ψίθυροι τους. Ποιος από αυτούς μπορούσε να ξέρει τι πραγματικά ήταν; Ποιος από αυτούς μπορούσε να δει στην ψυχή του, τί στα αλήθεια έκρυβε; Μάλλον κανείς. Για αυτούς ήταν απλά ένας ρακένδυτος αυτόχειρας. Τίποτα άλλο, τίποτα παραπάνω. Όμως ένα αγόρι κάτι πρόσεξε. Κάτι κρατούσε στα χέρια του κλείνοντας το σε μια ανέκφραστη παγωμένη αγκαλιά. Η πένα. Την κρατούσε σφικτά με τα δυο του χεριά, με μάτια ανοιχτά και κενά. Άψυχα. Το αγόρι έκανε να πάει προς τα εκείνον όμως το τράβηξε η μητέρα του χωρίς δεύτερη σκέψη. Το αγόρι περίμενε να γυρίσει και να το κοιτάξει. Περίμενε να του δείξει τι ήταν αυτό που κρατούσε με τόσο πάθος. Αλλά εκείνος συνέχιζε να κοιτάει τον συννεφιασμένο νυχτερινό ουρανό. Το αγοράκι απομακρυνόταν καθώς το τραβούσε η μητέρα του. Θα έπαιρνε όρκο όμως ότι είδε μια σταγόνα να κυλάει από το μάτι του. Η μητέρα του όμως δε ήθελε να ακούσει κουβέντα όταν της τράβηξε το χέρι για να της το πει. Και έτσι, απομακρύνθηκαν.
Έφυγαν...
Το κερί πάσχιζε να σκορπίσει το πενιχρό του φως στο άδειο, θλιβερό χώρο της ξύλινης σοφίτας. Περιμένοντας στωικά, έλιωνε και τσιτσίριζε καθώς δε του είχε απομείνει πολύ ζωή. Κάποια στιγμή θα χανόταν και η τελευταία σκιά που δημιουργούσε σπασμωδικά στο χώρο. Μια σκιά όμως αναδύθηκε από κάποια γωνιά στο σκοτάδι, και ένα ψυχρό ρεύμα αέρα έσβησε το κερί πριν την ώρα του.
Γύρισε...
Μια σκιά περιπλανήθηκε άβουλα. Η σκιά του. Σαν κάτι να θυμόταν, σαν κάτι να του θύμιζε το άδειο δωμάτιο. Ναι, θυμόταν. Αιωρήθηκε μέχρι το γραφείο. Εκεί το μελάνι είχε πλέον πήξει. Έκανε να το αγγίξει αλλά δεν τα κατάφερε. Το χέρι του πέρασε μέσα από το γραφείο. Μακάρι να μπορούσε να κλάψει τώρα. Προσπάθησε να αγγίξει το χαρτί. Τίποτα. Προσπάθησε να κλείσει το παράθυρο. Πάλι τίποτα. Δε κρύωνε. Δε μπορούσε να κρυώσει. Ούτε να δακρύσει. Ούτε να φωνάξει. Κάποιες μακρινές, πονεμένες αναμνήσεις τον είχαν σύρει μέχρι εδώ πάνω. Δεν υπήρχε πια, περά από εκείνο το άψυχο σώμα, με τα μάτια καρφωμένα στον βραδινό ουρανό και με μια σπασμένη πένα αγκαλιά. Αυτός ήταν όλος και όλος. Το δωμάτιο ήταν άδειο και ας ήταν εκεί. Οι άγραφες σκέψεις του, τώρα στοίχειωναν το δωμάτιο. Ήθελε να μείνει εκεί για πάντα. Θα έμενε εκεί, να προσπαθεί να σηκώσει το χαρτί από το τραπέζι, να προσπαθεί να νιώσει τις χαρακιές τις πένας στο ξύλο... Πήγε μέχρι το παράθυρο. Νάτος. Εκεί κάτω να αγκαλιάζει το μοναδικό πράγμα που κάποτε τον γέμιζε χαρά. Θα έπρεπε να νιώσει παράξενα που τα κάποτε ζωντανά του μάτια, τώρα του έριχναν ένα φευγαλέο άδειο βλέμμα. Θα έπρεπε...
Ποσό ήθελε να μπορούσε να κρατήσει την πένα του έστω και για μια ακόμη φορά. Έστω και σπασμένη. Ήξερε όμως ότι δεν μπορούσε. Έτσι, έμεινε εκεί, να στοιχειώνει τη σοφίτα. Να κοιτάζει το φεγγάρι, να φωτίζει τη μοναδική σκιά που δε μπορούσε να φωτιστεί...   

Ένα Τελευταίο Ταξίδι


Έτρεχα. Δίχως σταματημό. Προς άγνωστη κατεύθυνση και για άγνωστο λόγο. Όλο και πιο γρήγορα. Αν βέβαια αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τρέξιμο. Τα πάντα περνούσαν δίπλα μου και σφύριζαν καθώς τα προσπερνούσα με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν ένιωθα κούραση ούτε είχα λαχανιάσει. Αλλά αυτή η αίσθηση…Ένιωθα ζωντανή την κάθε σταγόνα αίματος, να κάνει αισθητή την παρουσία της στις φλέβες μου, και να χτυπάει με αυξανόμενο ρυθμό λες και μου υπενθύμιζε ότι ο χρόνος κυλούσε ολοένα και πιο γρήγορα. Ο αέρας δεν μου ήταν εμπόδιο ούτε μου προκαλούσε αντίσταση στον παρανοϊκό αγώνα δρόμου που είχα λάβει μέρος, εγώ ενάντια στο παρελθόν, την ιστορία. Αντίθετα μου έδινε περισσότερη ώθηση.
Όσα μπορούσα να ξεχωρίσω από τα πράγματα που περνούσαν δίπλα μου – και δεν χάνονταν μέσα στο παρανοϊκό ντελίριο χρωμάτων, εικόνων, ήχων, αναμνήσεων και συναισθημάτων – ήταν αλλοπρόσαλλες εικόνες και άγνωστες μορφές παραμορφωμένες, καθώς σύρθηκαν βίαια από τη νοσηρή φαντασία κάποιου ψυχικά διαταραγμένου καλλιτέχνη. Το μόνο που μου υπενθύμιζε ότι δεν ονειρεύομαι ήταν το αδιάκοπα αυξανόμενο σε ρυθμό και ένταση χτυποκάρδι που δεν μπορούσα παρά μόνο να το ακολουθήσω, υπνωτισμένα και δουλικά. Πλέον όμως θα ήταν πολύ λίγο να το χαρακτηρίσω μόνο χτυποκάρδι. Ήταν πολύ περισσότερο σαν να ακούω χιλιάδες τύμπανα να παίζουν συγχρονισμένα και ασύγχρονα μαζί ένα ψυχεδελικό πομπώδες εμβατήριο που προμήνυε βιβλικές καταστροφές και ανείπωτα κακόβουλα βασανιστήρια.
Προσπάθησα να κοιτάξω τον ουρανό, βλέποντας μόνο κάποιες νεφελώδεις μορφές να με προσπερνούν χαμογελώντας χαιρέκακα. Σαν να γνώριζαν κάτι για το οποίο είχα πλήρη άγνοια. Κάτι τρομακτικό συνέβαινε, ήμουν σίγουρος πέρα από κάθε αμφιβολία. Τρομακτικό και τελεσίδικο. Και εγώ κατευθυνόμουν προς αυτό. Τα πόδια μου λες και δε πατούσαν στη γη, έβρισκαν αντίσταση στον αέρα, o οποίος με ωθούσε πολύ μακρύτερα από κει που θα μπορούσα να φτάσω με μια μεγάλη δρασκελιά Κάθε ανάσα μου με έκαιγε. Κάθε μυρωδιά, μου ξυπνούσε πικρόχολες αναμνήσεις που με κόπο είχα θάψει στο λήθαργο του υποσυνειδήτου μου. Κάθε ανοιγόκλεισμα των ματιών μου, με έφερνε πίσω, σε σκηνές του παρελθόντος, αναβιώνοντας περιστατικά, όντας θεατής της ίδιας μου της ζωής. Αυτό ήταν; Ξαναζούσα τη ζωή μου, καθώς αυτή περνούσε μπροστά από τα μάτια μου σαν μια κακόγουστη ταινία;
Προσπαθούσα να καταλάβω τόση ώρα τι ήταν αυτό το εκτυφλωτικό φως που αναβόσβηνε με τεράστια συχνότητα και έκανε τα μάτια μου να δακρύζουν. Φως και έπειτα σκοτάδι. Και έπειτα πάλι φως και πάλι από την αρχή. Κάποια στιγμή όμως πρόσεξα κάτι μέσα στην όλη αυτή ονειρική ψυχεδέλεια! Κάτι που με έκανε να ανατριχιάσω και να αναλογιστώ την εξωφρενικά τρελή κατάσταση στην οποία βρισκόμουν... Στο Σκοτάδι φεγγάρι... Στο Φως ήλιος.
Η Μέρα και η Νύχτα!
Και όμως η μέρα και η νύχτα διαρκούσαν μόλις κάποια κλάσματα του δευτερόλεπτου! Μόλις και μετά βίας μπόρεσα να πιάσω την αόριστη μορφή του φεγγαριού και του ήλιου στον ορίζοντα. Τι μου συνέβαινε ; Δεν περίμενα βέβαια να βρω κάποια απάντηση στο ερώτημα μου αλλά συνέχιζα να αναρωτιέμαι για να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι όντως αυτό συμβαίνει. Όντως υπάρχω.
Παρόλο που όλο μου το σώμα βρισκόταν σε πλήρη διέγερση και κίνηση δε είχα απολύτως κανέναν έλεγχο. Εγκεφαλικά είχα παραλύσει. Υπήρχα και κινούμουν μοιρολατρικά. Μακάρι αυτό το ταξίδι να είχε κάποιο τέλος, μακάρι να κατέληγε κάπου. Μακάρι να μην ήμουν αιώνια καταδικασμένος σε αυτό το αχαλίνωτο τρέξιμο.
Πόσες μέρες είχαν περάσει άραγε αφού διαρκούσαν τόσο λίγο; Πόσες ακόμα πρόκειται να περάσουν έτσι ακριβώς χωρίς καμία εξέλιξη; Ίσως αυτό να είναι τελικά η αιωνιότητα. Η στασιμότητα.
Καθώς κινούμουν μέσα στο χρόνο, μέσα στο χώρο, σε συναισθήματα, σε σκέψεις δικές μου αλλά και ξένες καθώς βυθιζόμουν ολοένα και περισσότερο στη δίνη του χρόνου και του πραγματικού, ένιωθα να πνίγομαι. Μπορούσα να ενωθώ με τον αέρα να ανασάνω την πνοή του, να δω το βυθό του πιο απύθμενου ωκεανού κοιτώντας από τα μάτια των κυμάτων του. Μπορούσα να είμαι οποιοδήποτε μόριο της πιο πύρινης φωτιάς, ο κάθε κόκκος άμμου. Μπορούσα να κάνω τις πιο άγιες σκέψεις και τις πιο νοσηρές. Τις πιο βλάσφημες. Μπορούσα να εκραγώ ανά πάσα στιγμή από την συναισθηματική φόρτιση. Αλλά για κάποιο λόγο συνέχισα να τρέχω προς το άγνωστο με συμμάχους τα στοιχειά της φύσης και αντίπαλο τον χρόνο και τις πληγές του. Είχα πάψει να αντιστέκομαι πλέον και άφηνα αυτήν την πηγαία έκσταση να με ταξιδεύει. Δεν ήξερα όμως τι ήταν πιο τρομακτικό. Το Ταξίδι η Προορισμός;
Κοιτούσα μπροστά ο αέρας με τύφλωνε και μετά βίας μπορούσα να δω γύρω μου. Συνέχιζα να τρέχω. Κάλυψα με το χέρι μου τα μάτια μου για να καταφέρω να ξεχωρίσω τι βρισκόταν μπροστά μου. Πέρα από την αρρωστημένη εναλλαγή μέρας κα νύχτας που με περιέβαλλε, μπροστά μου, βαθιά στο τοπίο που ζωγραφιζόταν γκροτέσκα, ο ορίζοντας όλο και σκούραινε. Και αλλά αινίγματα. Και άλλες ερωτήσεις πάντα αναπάντητες. Τι σήμαινε αυτό το νέο σχηματιζόμενο σκοτάδι; Μάλλον θα το ανακάλυπτα αργά η γρήγορα. Αυτές οι έννοιες είχαν τόσο πολύ μπερδευτεί πλέον, που δε έβρισκα το λόγο να τις χρησιμοποιώ. Ο ορίζοντας σκούραινε, το σκότος πλησίαζε, απλωνόταν απειλητικότερο από κάθε παιδικό εφιάλτη. Ολοένα και μεγαλύτερο. Καθώς το πλησίαζα κατάλαβα ότι δεν ήταν σκοτάδι ακριβώς. Αλλά η απόλυτη αχρωμία, η πλήρης απουσία χρωμάτων, ένα απέραντο τίποτα, ένα αέναο κενό! Έφτανα στο Τέλος του Κόσμου!
Πόσο πολύ ήθελα να κάνω μεταβολή και να συνεχίσω να τρέχω από την άλλη. Είχα την εντύπωση όμως πως και να γύριζα θα με έβρισκε πάλι η θα το έβρισκα εγώ. Αυτό το άβουλο ατέρμονο κενό μου έσφιγγε την καρδιά! Μαύρο, Άψυχο, Άχρωμο! Το έφτασα. Το είδα. Το ένιωσα. Διαχύθηκε μέσα μου. Σαν να με άδειασε από κάτι ζωντανό. Και λίγες στιγμές μετά συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Είχα κάνει βουτιά στο κενό. Με τα χέρια ανοιχτά και το κεφάλι μπροστά, όρμησα. Και εκείνο με κατάπιε καρτερικά και βουλιμικά. Πλέον δε συνέβαινε τίποτα. Απλά έπεφτα. Άδειος, κενός, ακίνητος είχα γίνει ένα με τον άψυχο δικαστή μου. Με το κεφάλι προς τα πάνω βυθιζόμουν όλο και πιο μέσα στο ατελείωτο μαύρο. Και αυτό στο οποίο υποτίθεται ότι έτρεχα και ανέπνεα και ζούσα ιλιγγιωδώς, τώρα έμοιαζε με μια αμυδρή κουκίδα φωτός που έχανε τη λάμψη της. ‘Όπως ένα αστέρι που πεθαίνει.

Ένιωθα ακίνητος, δεν υπήρχε αέρας και κανένα ίχνος ζωής γύρω μου. Ο μόνος λόγος που πίστευα ότι ήμουν ακόμα σε κίνηση ήταν κάποιες ακαθόριστες μορφές, κάποιες τεράστιες μάζες, που με αρκετή φαντασία θα μπορούσαν να ήταν πλανήτες. Πλανήτες;..................
Τελικά ίσως να είχα κάνει βουτιά στο σύμπαν, στο δίχως αρχή και τέλος κυρίαρχο σύμπαν. Αυτό είναι γελοίο! Όλα αυτά είναι απλά γελοία, τρελά και παρανοϊκά! Ήθελα τόσο πολύ να γελάσω δυνατά να πω στον εαυτό μου να ξυπνήσει από τον εφιάλτη, αλλά λίγο δύσκολο. Ίσως το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να πέσω σε βαθύ λήθαργο, διότι συνειδητοποιούσα κάθε στιγμή που περνούσε ότι ήμουν ξύπνιος και ότι αυτή ήταν μια ψυχεδελική, παράλογα λογική, πραγματικότητα!
Τα αστρικά παραμορφωμένα σώματα συνέχιζαν να με προσπερνούν, το ένα μετά το άλλο, σε μια βουβή, θλιβερή παρέλαση, λες και το σύμπαν ήταν κατακόρυφο. Δεν μπορούσα άλλο να έχω την πλάτη μου στραμμένη προς τα εκεί που κατευθυνόμουν. Αν και ένιωθα ότι το ταξίδι πλησίαζε στο τέλος του, ήθελα να κοιτάξω. Προσπάθησα να γυρίσω. Αλλά οι μύες δε υπάκουσαν στην εντολή του εγκέφαλου μου. Λες και το πυκνό τίποτα τριγύρω μου με είχε παραλύσει, λες και το ταξίδι έφτανε όντως στο πολυπόθητο τέλος του. Μάλλον αυτή η ατονία. Αυτή η αδυναμία. Αυτή η νιρβάνα στην οποία είχα άβουλα εισέλθει, ίσως να το προμήνυαν. Τα μάτια μου έκλειναν και ένιωθα τις αισθήσεις μου να με εγκαταλείπουν. Είχα τρομοκρατηθεί. Και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κοιτάζω το ατελείωτο κενό που απλωνόταν γύρω μου. Και όμως έπρεπε να κοιτάξω. Έπρεπε. Προσπάθησα να ηρεμήσω, να συγκεντρώσω ότι δυνάμεις είχα και να γυρίσω. Το σώμα μου μούδιασε. Ανατρίχιασα νιώθοντας την κάθε μου τρίχα να γίνεται πέτρα. Τα κατάφερα! Κοιτούσα προς τα κάτω. Είχα γυρίσει.
Και άλλο μυστήριο. Το μόνο που μπορούσα να ξεχωρίσω ήταν μια πολύ ισχνή φωτεινή τελεία στο βάθος, σαν μια ατέλεια στο απόλυτα άχρωμο σύμπαν. Οι πλανήτες είχαν πάψει να με προσπερνούν, είχαν πάψει να υπάρχουν. Ίσως να τους είχα προσπεράσει όλους. Τι να πω; Ίσως να είχα αρχίσει να τρελαίνομαι. Να μια πολύ λογική και εύκολη απάντηση!
Η τελεία. Είχα την εντύπωση ότι μεγάλωνε. Αργά, αλλά μεγάλωνε. Για κάποιο λόγο μέσα από τόσα χρόνια απόστασης που μας χώριζαν ένιωσα ότι ήταν ζωντανή. Την έβλεπα που λαμπύριζε. Και ναι. Μεγάλωνε. Την πλησίαζα. Άρα κάπου οδηγεί όλο αυτό. Επιτέλους. Μακάρι αυτή να είναι η λύτρωση. Κάπου οδηγεί. Άρα αυτό το αέναο κενό έχει τέλος; Μα πως; Ίσως όχι, αλλά οι θνητοί μπορεί να μη είναι ικανοί να δεχτούν και να αντέξουν με τις περιορισμένες γνώσεις τους, ότι το σύμπαν είναι ‘κάτι’ αδημιούργητο, ατέρμονο, αέναο, άψυχο, χωρίς αρχή και τέλος, ώστε να μπορούν να το ζήσουν σε όλο του το μεγαλείο! Έτσι ούτε και έγω. Για αυτό φτάνω στο τέλος. Στο τέλος του ταξιδιού μου.
Έχει πλησιάσει αρκετά. Το νιώθω να με καλεί. Με υπνωτίζει σαν να μου παίρνει σιγά τη κάθε μου πνοή. Μετά βίας μπορώ να κρατήσω ανοιχτά τα μάτια μου. Να διατηρήσω τις αισθήσεις μου ζωντανές. Είναι σαγηνευτικό, σχεδόν μοιραίο. Μάλλον έτσι έπρεπε να γίνει. Έτσι έπρεπε να τελειώσει.
Εχει λαβει πλεον τιτανιες διαστασεις. Ισως να ειναι καποιος πλανητης η αστερι. Το φως του ειναι το λιγοτερο εκτυφλωτικο αλλα για καποιο λογο δε θελω να κλεισω τα ματια μου. Και δε μπορω. Το κοιταω υπνωτισμενα και το περιμενω καρτερικα. Το νιωθω να πλησιαζει. Το ταξιδι μου φτανει το τελος του επιτελους.
Το αγγιζω! Απλα τελειο. Ζεστο και οικειο. Μεγαλειωδες και μοιρολατρικο... Μελαγχολικο και τοσο θλιβερο. Το τελος.
Μεσα στο Φως...ολα εσβησαν...
Χαθηκα...

Ζωντανός Τάφος


Ξέρετε τι υπάρχει κάτω από τα πόδια σας; Κάτω από το χώμα που πατάμε; Όχι; Ε λοιπόν είναι καλύτερα έτσι. Μερικές φορές η άγνοια συμφέρει. Όμως αν είναι έτσι τότε εγώ γιατί τα γράφω όλα αυτά; Δεν ξέρω. Ειλικρινά. Ίσως γιατί θέλω να χωνέψω αυτά που έγιναν τις δυο τελευταίες ώρες. Αυτά που είδα όμως και άκουσα δεν πρέπει να τα πω. Δεν γίνεται. Δεν μπορώ. Δεν ξέρω ακόμα πόσο θα κρατήσει ο αναπτήρας αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσω πίσω. Όχι όσο είναι εκείνοι κάπου εκεί έξω. Ποτέ. Μέχρι εδώ ακούγονται. Ποιο γήινο ων θα μπορούσε να βγάλει τέτοιους ήχους; Ποιο πλάσμα θα μπορούσε να έχει τέτοια απόκοσμη όψη; Μόνο ένα πράγμα μου ήρθε στο μυαλό όταν πρώτο αντίκρισα έναν από αυτούς. Ότι ο αείμνηστος Lovecraft ίσως να μην ήταν τόσο τρελός όσο έλεγαν κάποιοι! Τι ειρωνεία όμως! Και να φανταστεί κανείς ότι φούσκωσα από καμάρι όταν το έμαθα. Ότι το σπίτι μου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως χώρος ανασκαφών και ότι θα είχε αρχαιολογική αξία! Λίγες ώρες πριν, καθώς έκατσα στη βιβλιοθήκη μου να μελετήσω, ένας ήχος σαν αλλοιωμένο ξύσιμο πιρουνιού σε πιάτο σε συνδυασμό με παράσιτα ο οποίος όμως άλλαζε συχνότητες και τόνους, ακούστηκε να έρχεται από το βάθος της γης και συγκεκριμένα κάτω από τη βιβλιοθήκη.
Όπως ήταν φυσικό δεν μπορούσα να συγκεκριμενοποιήσω την πηγή του ανατριχιαστικού αυτού θορύβου. Πραγματικά όμως σου έκοβε το αίμα. Και αυτό οφειλόταν στην δυσκολία του να αναγνωρίσεις από πού προερχόταν. Ναι. Κι όμως μέσα του εσώκλειε κάτι σατανικό, κάτι απροσδιόριστα δαιμονικό, και απαίσια προφητικό. Οι σκέψεις που μου πέρασαν από το μυαλό στο άκουσμα αυτού του ανίερου, άρρυθμου εμβατηρίου, θα τρέλαιναν και τον πιο λογικό, και θα λογίκευαν και τον πιο παράφρονα άνθρωπο. Κι όμως εγώ εκείνη την καταραμένη στιγμή το άκουγα. Τι ήμουν άραγε τρελός η λογικός; Μάλλον το πρώτο αφού δεν το έβαλα στα πόδια την ίδια κιόλας στιγμή. Το ηχητικό εκείνο ντελίριο συνέχιζε το απόκοσμο αλλά μη προσδιορήσιμο σόλο του αλλά αυτή τη φορά πιο δυνατό, πιο καθαρό. Αυτό έδειχνε ότι οτιδήποτε παρήγαγε αυτόν τον καταραμένο παιάνα όλο και πλησίαζε. Στο μυαλό μου ήρθαν εικόνες και σκηνές από εφιάλτες που δεν είχα βιώσει ποτέ μου. Από βιβλικές καταστροφές που έφερναν στο τέλος τους, τους πιο ένδοξους κόσμους. Κάπως έτσι φαντάστηκα ότι προμηνύεται ο θάνατος. Το άγνωστο αίτιο της καταστροφής και του μαρασμού της ανθρώπινης αλλά και άλλης ύπαρξης. Βρήκα τον εαυτό μου ιδρωμένο και κρύο, σφίγγοντας την πλάτη της πολυθρόνας μου όπου πριν λίγο καθόμουν. Πότε είχα σηκωθεί; Τώρα πλέον κοίταζα το μάρμαρο του πατώματος τόσο επίμονα σαν να περίμενα από στιγμή σε στιγμή να αναδυθεί από το κρύο τσιμέντο ο υπαίτιος του θορύβου. Με τρόμο συνειδητοποίησα όμως ότι η δαιμόνια μελωδία είχε αλλάξει ύφος. Τώρα πια ακουγόταν από παντού από το πάτωμα το ταβάνι τους τοίχους τα βιβλία τα δωμάτια ακόμα και από τον αέρα. Με διαπερνούσε .Σαν να βρισκόταν μέσα μου. Σαν ;;; …Από την ατμόσφαιρα. Ήταν παντού. Ότι και να ήταν, ήταν πλέον παντού. Μα καλά οι γείτονες δεν είχαν ακούσει τίποτα; Τίποτα. Λογικό. Τρομακτικά απλό και λογικό. Μα αφού δεν έχω γείτονες. Ζω στην άκρη του δασούς. Αυτό ήταν. Είχα αρχίσει να χάνω τα λογικά μου. Και τότε την ώρα του σεισμού μου ήρθαν στο μυαλό, τα λόγια του καθηγητή αρχαιολογίας Ουίσμπεργκ:
-Αγαπητέ η κατοικία σας ίσως αποδειχτεί φλέβα πλούσιων αρχαιολογικών ευρημάτων.
Τότε ήταν που ρωγμές άρχισαν να σχηματίζονται στους τοίχους παντού γύρω μου. Τότε ήταν που γύρισα να τρέξω (ένας Θεός ξέρει πως τα κατάφερα) και αντίκρισα, νομίζω δηλαδή, εκείνο το εφιαλτικό ων. Όταν το πόδι μου στριμώχτηκε στη ρωγμή του πατώματος και όταν συντρίμμια από το ταβάνι έπεφταν βροχή. Δεν προσπάθησα να βγάλω το πόδι μου αλλά να ξαναδώ τον εισβολέα που φευγαλέα το μάτι μου είχε πιάσει πριν. Το κεφάλι μου πονούσε από την σατανική εκείνη ψαλμωδία που είχε ρυθμική συνοδεία τη σταδιακή κατεδάφιση του σπιτιού μου. Ήμούν έτοιμος να λιποθυμήσω από τον πόνο στην καρδιά και από την ψυχοσωματική υπερένταση στην οποία τόσο βίαια είχα υποβληθεί όταν μια εδαφική έκρηξη σάρωσε τα θεμέλια, διέλυσε τα πλακάκια και μια απύθμενη τρύπα με κατάπιε υπαρξιακά και κακόβουλα. Λίγο πριν σβήσουν τα πάντα είδα μια σκιά μέσα από την σκόνη και τα συντρίμμια να με κοιτάζει…να με κοιτάζει…
Όταν ξύπνησα ο ήχος εκείνος είχε σταματήσει. Άλλα εγώ πού βρισκόμουν; Έψαξα γύρω μου τυφλά με τα χέρια και έπιασα χώμα. Βρισκόμουν στη γη κάτω από το σπίτι μου. Προσπάθησα να δω το άνοιγμα της τρυπάς και ήταν πολύ ψηλά. Πως θα έβγαινα; Το ελάχιστο φως που επέτρεπε να μπει δε χρησίμευε καθόλου. Καθώς έκανα πίσω έπιασα κάτι σκληρό παγωμένο και με τρύπες. Σαν τρελός έψαξα στο παλτό μου να βρω αναπτήρα, τον άναψα και το φως του έπεσε πάνω σε οστά και κρανία. Τότε όμως που ανατρίχιασα ήταν όταν κατάλαβα ότι τα κόκαλα αυτά δεν ανήκαν σε κανένα γήινο ων. Από όσα ήξερα τουλάχιστον. Η δομή τους ήταν τέτοια που δεν θα μπορούσε κάποτε να είχαν την εικόνα ενός ζώου που κάποτε συνάντησε ο άνθρωπος. Δεν μπορεί, αποκλείεται. Αν βλέπατε και εσείς τα κέρατα στις νεκροκεφαλές θα συμφωνούσατε μαζί μου. Ναι .Πιστέψτε με… Ο ήχος είχε σταματήσει αλλά την θέση του είχε πάρει ένα βαθύ βουητό συνεχόμενο και μια ελαφριά δόνηση. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο μου φάνηκε σαν όντως να προμήνυαν κάτι. Ήμουν σίγουρος. Είμαι πλέον σίγουρος. Δυστυχώς ο αναπτήρας τελειώνει. Και μετά; Τι θα κάνω; Το ξέρω πως δεν πρέπει να ελπίζω σε βοήθεια. Δεν τολμώ ούτε να σκεφτώ να ανέβω πάνω ειδικά που τώρα άρχισαν να μιλάνε. Θεέ μου! Ειδικά τώρα που άκουσα τις φωνές τους. Ναι είναι πολλοί. Έχουν γεμίσει το σπίτι. Και το χειρότερο; Άκουσα και μια ανθρώπινη φωνή. Όχι φοβισμένη, τρομαγμένη ή παρακλητική. Κάθε άλλο! Σιγανή ψιθυριστή…συνωμοτική! Τι είναι αυτό; Μια πέτρα έπεσε από τη βιβλιοθήκη. Κοίταξα προσεκτικά και είδα μερικές ανθρωπόμορφες σκιές να πετάνε πέτρες στην τρυπά. Έκανα στην άκρη για να μην με χτυπήσουν. Τρύπωσα σε ένα βαθούλωμα του τοιχώματος. Οι πέτρες όμως και τα πλακάκια συνέχιζαν να έρχονται βροχή. Τελειώνει και το χαρτί. Μα…δε θέλουν να με σκοτώσουν! Θέλουν να με θάψουν ζωντανό! Θεέ και κύριε. Δεν ξέρω αν πλέον τα γράμματα μου διαβάζονται. Γιατί τρέμω υπερβολικά. Δεν μπαίνω όμως στον κόπο να το σταματήσω. Γιατί ξέρω πως η ώρα πλησιάζει. Σε τι θα ωφελήσει; Ελπίζω μόνο αυτό το χαρτί κάποτε να βρεθεί γιατί μόνο αυτό θα είναι μαρτυράς των όσων είδα. Η μάλλον των όσων άκουσα…και ένιωσα…. Κάτι νιώθω δίπλα μου. Τα έχω χάσει τελείως. Ιδέα μου ή όχι; Δεν τολμώ να κοιτάξω. Έχω παραλύσει από το φόβο και την απελπισία. Γράφω τελείως μηχανικά. Είναι δίπλα μου, νιώθω την αύρα του, ακούω την ανάσα του. Ένα ξέρω μονό, ότι ο εφιάλτης ξύπνησε και ήρθε να στοιχειώσει τα όνειρα μας. Τα όνειρα σας μάλλον… Δεν αντέχω, θα κοιτάξώ……………………..